- κορυφιακός
- κορυφιακός, -ή, -όν (Μ) [κορυφή]αυτός που ανήκει στην κορυφή ή στον κορυφαίο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορυφή — Το ανώτατο άκρο, το ύψιστο σημείο· η κ. ενός βουνού. (Μαθημ.) Το ακραίο σημείο ενός σχήματος: κ. τριγώνου, πολυγώνου, πολυέδρου, καμπύλης επιφάνειας κλπ. Έτσι, προκειμένου, για παράδειγμα, για την έλλειψη και την υπερβολή, οι τομές με τους άξονές … Dictionary of Greek